- πλημμέλημα
- πλημμέλημαfaultneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλημμέλημα — το, ΝΜΑ [πλημμελώ] παράπτωμα, σφάλμα («τὰ εἰς τοὺς θεοὺς αὐτοῡ πλημμελήματα», Αισχίν.) νεοελλ. κάθε αδίκημα που επισύρει ποινή φυλάκισης 10 ημέρες έως 9 χρόνια ή ποινή χρηματική από 2.000 έως 1.000.000 δρχ., ή περιορισμό, άπ αόριστον συνήθως, σε… … Dictionary of Greek
πλημμέλημα — το, ατος 1. παράπτωμα, σφάλμα, αμάρτημα. 2. (νομ.), παράνομη πράξη που τιμωρείται με φυλάκιση ή με χρηματική ποινή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλημμελημάτων — πλημμέλημα fault neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλημμελήμασι — πλημμέλημα fault neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλημμελήμασιν — πλημμέλημα fault neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλημμελήματα — πλημμέλημα fault neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλημμελήματι — πλημμέλημα fault neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλημμελήματος — πλημμέλημα fault neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφυλάκιση — Είναι η προληπτική κράτηση του κατηγορουμένου μέχρι την ημέρα της ποινικής δίκης. Στην π. διακρίνεται η τοποθέτηση δύο μεγάλων αρχών που διέπουν την ποινική δικαιοδοσία του κράτους: της αρχής της προσωπικής ελευθερίας, που πρέπει να χαίρεται και… … Dictionary of Greek
έγκλημα — Κάθε αδίκημα αντίθετο με τον νόμο, για το οποίο η πολιτεία προβλέπει την επιβολή ποινής. Η κοινή χρήση του όρου έ. είναι πολύ πιο περιορισμένη από τη νομική. Αναφέρεται, συνήθως, στις πολύ βαριές παραβάσεις των ηθικών αρχών ή των πολύ γνωστών… … Dictionary of Greek